ἀναντίληπτος

ἀναντίληπτος
ἀναντίληπτος
insensible to
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναντίληπτος — η, ο (Α ἀναντίληπτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έγινε αντιληπτός, αισθητός 2. αυτός που δεν έτυχε κοινωνικής αντιλήψεως και περιθάλψεως αρχ. αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, δεν αισθάνεται κάτι, αναίσθητος, μη ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + …   Dictionary of Greek

  • ἀναντίληπτον — ἀναντίληπτος insensible to masc/fem acc sg ἀναντίληπτος insensible to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναντίληπτοι — ἀναντίληπτος insensible to masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”